στρουθοκαμήλους

στρουθοκαμήλους
στρουθοκάμηλος
ostrich
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακροβατώ — (Α ἀκροβατῶ, έω) νεοελλ. 1. εκτελώ ακροβατικά γυμνάσματα, κάνω ακροβασίες 2. ασκώ το επάγγελμα τού ακροβάτη 3. επιχειρώ επικίνδυνες ή επιδέξιες πράξεις αρχ. 1. (για τις στρουθοκαμήλους και μτφ. για αλαζόνες) περπατώ στις άκρες τών ποδιών,… …   Dictionary of Greek

  • δρομέας — ο (AM δρομεύς) 1. αυτός που τρέχει γρήγορα 2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο νεοελλ. οι δρομείς υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα αρχ. 1. (στην Κρήτη) έφηβος… …   Dictionary of Greek

  • μόα — το (ζωολ. παλαιοντ.) κοινή ονομασία τών εξαφανισμένων σήμερα ειδών παλαιόγναθων πτηνών δεινορνιθόμορφα, στα οποία κατατάσσονται πουλιά ιθαγενή τής Νέας Ζηλανδίας που έμοιαζαν με τις στρουθοκαμήλους …   Dictionary of Greek

  • αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… …   Dictionary of Greek

  • Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …   Dictionary of Greek

  • διάτρυμα — Ζώα της τάξης των διατρύμων, ευορνίθων, ορνιθοκέρκων ή ορνιθούρων πτηνών, που έχουν εκλείψει. Τα πτηνά αυτά είχαν πολύ ανεπτυγμένη την ικανότητα της ταχείας βάδισης (δρομείς) και έμοιαζαν με στρουθοκάμηλους. Το μέγεθός τους ήταν πολύ μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Μποτσουάνα — Κράτος της νότιας Αφρικής. Συνορεύει Β και Δ με τη Nαμίμπια, τα ΒΑ με τη Ζιμπάμπουε, τα Ν και ΝΑ με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Tο κράτος της Μ., που πριν ανακτήσει την ανεξαρτησία του από τη Βρετανία ονομαζόταν Mπετσουαναλάνδη (Betchuanaland) …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

  • Ρεΐδες — (Rheides). Οικογένεια πτηνών που ζουν στις πάμπες της Νότιας Αμερικής. Τα πουλιά αυτά μοιάζουν με στρουθοκαμήλους αλλά είναι μικρότερα στο σώμα και, στο κάθε πόδι, αντί για δυο έχουν τρία δάχτυλα. Τα πουλιά αυτά, που λέγονται και νταντού,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”